πρεζάρισμα

πρεζάρισμα
το, -ατος
λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρεζάρισμα — ατος, το, Ν [πρεζάρω] η λήψη ταμπάκου ή ναρκωτικής ουσίας με ρούφηγμα από τη μύτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”